Αἰτώλιος

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Αἰτωλός.
Étymologie: Αἰτωλός.

English (Autenrieth)

Aetolian.

Spanish (DGE)

-α, -ον
etolio, Il.4.399, 5.706
en fem. (Καλυδών) ἡ τὸ παλαιὸν Αἰ. ἦν X.HG 4.6.1 (cód.), γῆ Str.10.3.3, χερσόνησος Ptol.Geog.3.14.2.