Γέρηνος

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
1 v. Γερηνία.
2 Gereno localidad de la Élide, Str.8.3.7.

Russian (Dvoretsky)

Γέρηνος: ἡ Hes. = Γερήνιος.