Ζακύνθιος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
ο, θηλ. Ζακύνθια
ο κάτοικος της Ζακύνθου ή αυτός που κατάγεται από τη Ζάκυνθο.
Russian (Dvoretsky)
Ζᾰκύνθιος: II ὁ житель Закинфа Her., Arph.
закинфский Her.