Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
Θήραθε (Α)επίρρ. από τη Θήρα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Θήρα + -θε(ν)].