Κάδουλοι
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek (Liddell-Scott)
Κάδουλοι: ἢ Κάδωλοι (κάδμιλοι Kiessling), οἱ, παῖδες ὑπηρετοῦντες εἰς τὴν λατρείαν τῶν Καβείρων, παραβαλλόμενοι ὑπὸ Διον. Ἁλ. 2. 22 πρὸς τοὺς ἐν Ρώμῃ Camilli.