ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ἄινος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἶς, ἰνὸς «ίνα»].