άινος

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

ἄινος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἶς, ἰνὸς «ίνα»].