ένοινος

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

ἔνοινος, -ov (Α) οίνος
1. αυτός που περιέχει οίνο («τὰ ἔνοινα τῶν βοτρύων» — τα κρασοστάφυλα, Λόγγ.)
2. ένσπονδος, περιλαμβανόμενος στις σπονδές, στην ανακωχή ή στη συνθήκη ειρήνης.