έντρομος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντρομος, -ον)
ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος
αρχ.
αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση.
επίρρ...
ἐντρόμως
με τρόμο, τρομαγμένα.