αγαθόφρων

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ἀγαθόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + φρήν.