Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγγουριά

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η αγγούρι Βοτ.
φυτό ποώδες, ετήσιο, που καλλιεργείται για τους άγουρους καρπούς του, τα αγγούρια.