αδιαπραγμάτευτος

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

Greek Monolingual

-η, -ο διαπραγματεύομαι
αυτός για τον οποίο δεν έγιναν διαπραγματεύσεις.