αδικογερνώ

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

(-άω) και αδικογεράζω
γερνώ άδικα, δηλ. πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + γερνώ ή γεράζω].