αηδονόλαλος

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source

Greek Monolingual

-η -ο
αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδόνι + λαλώ].