αθηλής

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

ἀθηλής, -ές (Α)
θηλή (για μαστό) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε για θήλασμα.