αιθιοπικός

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰθιοπικός, -ή, -όν) Αἰθίοψ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αιθίοπες και στην Αιθιοπία.