αιλουρόφθαλμος

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

αἰλουρόφθαλμος, ο (Α)
αυτός που έχει μάτια αίλουρου.