αισθητοποιητικός
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-ή, -ό αισθητοποιώ
αυτός που συντελεί στην αισθητοποίηση ενός θέματος, ενός αντικειμένου.