ακαμαντορόας

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

ἀκαμαντορόας, ο (Α)
εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα
«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκάμας -αντος + ῥέω].