ακαταμέτρητος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶ
όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί
«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».