ακιδοφόρος

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που έχει ακίδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακίς -ίδος + -φόρος < φέρω.