ακροδάκτυλο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Μ ἀκροδάκτυλον) (Ν και -δάχτυλο)
η άκρη του δαχτύλου
μσν.
το μεγάλο δάχτυλο του χεριού
νεοελλ.
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + δάκτυλος
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδαχτυλάκι, ακροδαχτυλιά].