ακροκεφαλικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Ανθρωπολ.)
αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με την ακροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροκεφαλία, πρβλ. γαλλ. acrocephalique].