ακρόσοφος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

ἀκρόσοφος, -ον (Α)
ο υπερβολικά σοφός, έξοχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙΙ) + σοφός.