αλαφροκέφαλος

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
επιπόλαιος, ανόητος (πρβλ. αλαφρόμυαλος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ελαφροκέφαλος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκεφαλιά].