αλαφρόμυαλος

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
επιπόλαιος, μωρός, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + μυαλό.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφρομυαλιά].