αμμοειδής

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + -ειδής < είδος].