αμπελοκλάδι

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

το
κλαδί αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀμπελοκλάδιν < ἀμπέλι(ν) + κλαδί(ν)].