αμπελόμορφος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
-η, -ο
αυτός που έχει μορφή αμπέλου, που μοιάζει με τα φύλλα της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + -μορφος < μορφή.