αμφορικός

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀμφορικός, -ή, -όν) ἀμφορεύς
όμοιος με αμφορέα.