ανήνωρ

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ἀνήνωρ, ο (Α) ανήρ
1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα
2. άνανδρος, δειλός.