Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
ἀνήνωρ, ο (Α) ανήρ1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα2. άνανδρος, δειλός.