αναπαραστατικός
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο ικανός ή κατάλληλος για αναπαράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαριστώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θεολόγο και καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιγνάτιο Μοσχάκη. ως επίθ. του ουσ. «δύναμις»].