ανδρειώνω

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

Greek Monolingual

και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, -όω)
μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος
νεοελλ.
1. ανδρειεύω
2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, -η, -ο
δυνατός και γενναίος
μσν.-αρχ.
δίνω θάρρος.