αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι → serve up a big bowl of citizen blood
ἀνδροδάικτος, -ον (Α)αντροφονιάς, ανδροκτόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»].