ανεξαγόραστος

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πράγματα) αυτός που δεν εξαγοράζεται ή δεν είναι δυνατόν να εξαγοραστεί
2. (για πρόσωπα) όποιος δεν δωροδοκείται ή δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί.