κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
-η, -ο1. (για πράγματα) αυτός που δεν εξαγοράζεται ή δεν είναι δυνατόν να εξαγοραστεί2. (για πρόσωπα) όποιος δεν δωροδοκείται ή δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί.