ανθρωπόσχημος

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

ἀνθρωπόσχημος, -ον (Α)
αυτός που έχει σχήμα, μορφή ανθρώπου.