ανισόμετρος

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόμετρος -ον)
βλ. ασύμμετρος.