αντίνοος

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

ἀντίνοος, -ον (Α)
αυτός που έχει διαφορετικό χαρακτήρα, που αντιτίθεται σε κάποιον.