αντισταθμώ

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

ἀντισταθμῶ (-άω) (Α) κ. -ώμαι (Μ)
αντισταθμίζω, ισορροπώ.