απάνεμος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-η, -ο υπήνεμος
υπήνεμος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο
το ουδ. ως ουσ. το απάνεμο
ο απάνεμος τόπος.