αποδοκιμαστικός

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποδοκιμαστικός, -ή, -όν)
αυτός που εκφράζει αποδοκιμασία.