απόκαμα

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το (AM ἀπόκαυμα)
το αποκαΐδι
αρχ.-μσν.
1. το έγκαυμα
2. η χιονίστρα.