Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απόσκοπος

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀπόσκοπος, -ον)
νεοελλ.
ο ιδιόρρυθμος
μσν.
αυτός που σημαδεύει από ψηλά
αρχ.
εκείνος που δεν πετυχαίνει τον στόχο.