αργυρόδουλος

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source

Greek Monolingual

ἀργυρόδουλος, ο (Α)
ο δούλος του χρήματος, αυτός που δεν βάζει τίποτε πάνω απ' το χρήμα.