αρκυστάσιον
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
ἀρκυστάσιον, το (Α)
το μέρος στο οποίο στήνουν τα κυνηγετικά δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στασιον < ίστημι].