αστερόμορφος

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀστερόμορφος, -ον)
αυτός που μοιάζει με άστρο.