ασφαλτικός

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην άσφαλτο
2. ο κατασκευασμένος από άσφαλτο.