ατάρμυκτος

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

ἀτάρμυκτος, -ον (Α) ταρμύσσω
(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.