ατμοφράκτης

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

ο
βαλβίδα που παρεμβάλλεται στις διοχετεύσεις ατμού από τον ατμολέβητα προς τις διάφορες θέσεις μιας εγκατάστασης και αποφράσσει ή αφήνει ελεύθερη τη δίοδό του.