αυτολήκυθος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

αὐτολήκυθος, ο (Α)
1. αυτός που μεταφέρει μόνος του τη λήκυθο, που δεν έχει δούλο
2. συνεκδ. υπερβολικά φτωχός, άθλιος
3. κόλακας, παράσιτο.