αυτόφωτος

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αὐτόφωτος, -ον)
αυτός που εκπέμπει δικό του φώς.